-
1 περίληψις
II comprehension, ἐν τῇ π. τῆς ἀρχῆς τῆς ψυχικῆς in the fact of their comprehending the vital principle, Arist.GA 762a25, cf. Epicur.Ep.1p.16U.(pl.); ἐπιστημονικὴ π. Procl. in Alc.p.276 C.; εἰς καθολικὴν καὶ ἔντεχνον π. πεσεῖν admit of general and technical comprehension, D.H.Comp.12.2 concrete, that which includes or comprehends, [θεὸς] πάντων π. καὶ μέτρον Plot.6.8.18
; ἡ ἡνωμένη π. ἣν σπέρμα πάντων ἐκάλεσε Dam.Pr.98.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίληψις
См. также в других словарях:
περίληψη — η / περίληψις, ήψεως, ΝΜΑ [περιλαμβάνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιλαμβάνω 2. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) σύντομη απόδοση τού περιεχομένου ενός κειμένου ή μιας ομιλίας («εν περιλήψει» και «σε περίληψη» σύντομα, με λίγα λόγια) 3.… … Dictionary of Greek